Να συλληφθείς | να γεννηθείς | να μεγαλώσεις | να μοιάσεις |
να μάθεις να φέρεσαι | να ζήσεις να χτίσεις | ένα σπίτι να έχεις | να μένεις
μόνος τα βράδια | στους τοίχους που μοιάζουν | μ’ αυτά τα όρια που βάζεις | για
να έχεις | να έχεις | να έχεις.
Να βγεις | να δεις κάποιον | να θες να του πεις | να μη βγει
έξω και φυγει | κι αυτός απ’ τη Γη.
Να τρομάζεις στα φρένα | να χαζεύεις τα τρένα | στα ταξίδια
που πάνε | μ’ επιβάτες με μάνες | που
κοιτάζουν εσένα | που μοιάζεις στις κόρες | στους γιους που θα ‘θέλαν | να
έχουν αν κάποιον | αν ποθούσαν κανέναν | μη όντας νεκρές.
Να πηδάς να τελειώνεις | να τα λες και στους άλλους | να σου
μοιάζουν, να είναι | όπως θα ‘θελες να ‘σαι | αν δεν ήσουν εσύ | όπως σ’ έμαθαν
να ‘σαι | στα τραπέζια των φίλων | στο ποτό, στον καφέ | που αιωνια θα πίνεις |
να ξεχνιέσαι στη μέθη | να ξυπνάς τεχνητά | να γαμάς γενικά | ν’ αγαπάς ειδικά
| ν’ αναμένεις τον άλλον | να σε παίρνει απ’ το χέρι | να σου λέει δυο λόγια |
για να λες πως μια μέρα | θα γίνεις Θεός.
Να κοιτάζεις για πάντα | όλη μέρα καθρέφτες | να μιλάς με
τους ψεύτες | να χαϊδεύεις τα λόγια | εκείνων που οι γλώσσες τους | γίναν μπαλόνια
| που κάποιοι θα σκάσουν | στα κεφάλια εκείνων |
που λένε πως είναι | οι σωτήρες του κόσμου | της ουσίας οι Άλλοι.
Να γυρνάς λοιπόν σπίτι | στην ασφάλεια του σύρτη | στην
κλειστή σου τη πόρτα | ανδρειωμένος σαν πρώτα | να φοβάσαι να τρέμεις | το πρωί
να δουλεύεις | να νοικιάζεσαι | να χεις
λεφτά | να ξοδεύεις στη μέθη | αφού αλλιώς δε
μπορείς.
Να χαϊδεύεις τη λίθο | του
σπιτιού την ουσία | την εικόνα της βίας | για να λες πως μια μέρα | θα σπάσεις
καθρέφτες | θ’ αφήσεις τους ψεύτες | θ’ ανασάνεις αέρα | θα πετάξεις πιο πέρα |
θα φύγεις, θα είσαι | θα γίνεις εσύ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου