Δευτέρα 16 Ιουλίου 2012

Λίθος


Να συλληφθείς | να γεννηθείς | να μεγαλώσεις | να μοιάσεις | να μάθεις να φέρεσαι | να ζήσεις να χτίσεις | ένα σπίτι να έχεις | να μένεις μόνος τα βράδια | στους τοίχους που μοιάζουν | μ’ αυτά τα όρια που βάζεις | για να έχεις | να έχεις | να έχεις.

Να βγεις | να δεις κάποιον | να θες να του πεις | να μη βγει έξω και φυγει | κι αυτός απ’ τη Γη.

Να τρομάζεις στα φρένα | να χαζεύεις τα τρένα | στα ταξίδια που πάνε | μ’ επιβάτες με μάνες |  που κοιτάζουν εσένα | που μοιάζεις στις κόρες | στους γιους που θα ‘θέλαν | να έχουν αν κάποιον | αν ποθούσαν κανέναν | μη όντας νεκρές.

Να πηδάς να τελειώνεις | να τα λες και στους άλλους | να σου μοιάζουν, να είναι | όπως θα ‘θελες να ‘σαι | αν δεν ήσουν εσύ | όπως σ’ έμαθαν να ‘σαι | στα τραπέζια των φίλων | στο ποτό, στον καφέ | που αιωνια θα πίνεις | να ξεχνιέσαι στη μέθη | να ξυπνάς τεχνητά | να γαμάς γενικά | ν’ αγαπάς ειδικά | ν’ αναμένεις τον άλλον | να σε παίρνει απ’ το χέρι | να σου λέει δυο λόγια | για να λες πως μια μέρα | θα γίνεις Θεός.

Να κοιτάζεις για πάντα | όλη μέρα καθρέφτες | να μιλάς με τους ψεύτες | να χαϊδεύεις τα λόγια | εκείνων που οι γλώσσες τους | γίναν μπαλόνια | που κάποιοι θα σκάσουν | στα κεφάλια εκείνων | που λένε πως είναι | οι σωτήρες του κόσμου | της ουσίας οι Άλλοι.

Να γυρνάς λοιπόν σπίτι | στην ασφάλεια του σύρτη | στην κλειστή σου τη πόρτα | ανδρειωμένος σαν πρώτα | να φοβάσαι να τρέμεις | το πρωί να δουλεύεις | να νοικιάζεσαι  | να χεις λεφτά | να ξοδεύεις στη μέθη | αφού αλλιώς δε μπορείς.

Να χαϊδεύεις τη λίθο | του σπιτιού την ουσία | την εικόνα της βίας | για να λες πως μια μέρα | θα σπάσεις καθρέφτες | θ’ αφήσεις τους ψεύτες | θ’ ανασάνεις αέρα | θα πετάξεις πιο πέρα | θα φύγεις, θα είσαι | θα γίνεις εσύ.














Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

Παρουσία








Φωτογραφίες: Βασίλης Δημόπουλος

Μία φρατζόλα ψωμί πάνω στον πάγκο. Κόβεται κάθετα στη μέση. Μετά ξανά στη μέση, αυτή τη φορά οριζόντια. Μετά μικρές φέτες. Όπως άλλωστε λέει και ο Αλέξης, το θέμα είναι να βλέπεις από μέσα. Μετά στον πάγκο ένα ολόκληρο σακί με ψωμιά. Η ίδια ιεροτελεστία: η φρατζόλα στη μέση κάθετα, μετά οριζόντια, μετά φέτες. Κι αφού κοπεί και η τελευταία (αν τις έβαζες όλες, τη μια δίπλα στην άλλη, θα μπορούσες να κάνεις και την περίφραξη του φεστιβάλ), είναι η ώρα για τα καφάσια με τις ντομάτες. Θα πλυθούν υπομονετικά, στον αυτοσχέδιο νεροχύτη, και μετά σε μια λεκάνη πάνω στον πάγκο. Πρώτα θα κοπούν στη μέση, μετά θα βγει το κοτσάνι, μετά ξανά στη μέση και μετά 2-3 κοψίματα. Ο "τούρκικος" τρόπος για τη σαλάτα.

Η ιστορία μόλις αρχίζει. Το πιάτο θα σερβιριστεί από αυτούς και αυτές που κάθονται με τις ώρες μπροστά στον πάγκο - αυτόν αφού περάσεις τα ταμεία. Εκεί κάποιοι άλλοι κάθονται με τις ώρες και δίνουν ρέστα, χαρτάκια και ζητάνε μπύρες - από εκείνους και εκείνους που βρίσκονται πίσω και βουτάνε τα χέρια στα βαρέλια με τον πάγο, μήπως και ξέμεινε καμία κρύα.

Εννοείται, βέβαια, ότι τα τελευταία χρόνια τα βαρέλια δεν έρχονται τα άτιμα από μόνα τους: κάποιοι άλλοι (και κάποιες άλλες, βεβαίως) τα έχουν κουβαλήσει από την αποθήκη, τα έχουν πλύνει και τα έχουν φορτώσει σε ένα καρότσι με τον πάγο να παγώνει τα ποτά.

Κάπως έτσι "γεμίζει" ο χώρος και με τα άλλα αναγκαία, που επίσης δεν έρχονται τα άτιμα μόνα τους: καρέκλες, τραπέζια, ταμπλό, εξέδρες, σκαλωσιές, τέντες. Κι όλα αυτά, για να μπεις εσύ στο φεστιβάλ, αφού βεβαίως έχεις φτάσει στην είσοδο όπου κάποιες σου δείχνουν το δρόμο για το πάρκινγκ - ενώ την ώρα που μπαίνεις, κάποιοι που δεν θα δουν ποτέ τι "παίζεται" μες στο φεστιβάλ είναι εκεί για να σου κόψουν το εισιτήριο.

Ποια είναι άραγε αυτή η δύναμη που κινεί όλο αυτόν τον κόσμο να αφιερώνει τόσο χρόνο και μεράκι για όλα αυτά; Γιατί υπάρχουν πράγματα που δεν γίνονται για το κέρδος, ούτε για να ικανοποιήσουν κάποια ματαιοδοξία. Γίνονται μάλλον χάρη στην πεποίθηση ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίσοι, ανεξάρτητα από το χρώμα μας, το πού γεννηθήκαμε και το πόσα βάσανα περάσαμε για να φτάσουμε μέχρι εδώ. Αλλά ακόμα περισσότερο, γιατί χρειάζεται να καταλάβουμε ότι είμαστε ίσοι ώστε να πάψουμε να υποφέρουμε. Χρειάζεται να καταλάβουμε ότι ο ακόμα πιο αδύναμος με τα λιγότερα δικαιώματα δεν είναι εχθρός μας, αλλά αντιθέτως, αυτός με τον οποίο πρέπει να παλέψουμε πλάι-πλάι για να σώσουμε τις ζωές μας, πριν γενικευθεί και παγιωθεί η καταστροφή της κοινωνίας.

Είναι κάποιες ιδέες, που δεν μένουν απλά στη σφαίρα των ιδεών και κάποιες πράξεις που δεν είναι αγγαρείες. Είναι αυτά που μας χαρίζουν την απόλαυση της συμμετοχής στην αλλαγή του κόσμου, στην προσπάθεια να καταργηθεί η εκμετάλλευση. Σίγουρα, στο φεστιβάλ δεν σταματάει τίποτα. Ακόμα πιο σίγουρα, όμως, το φεστιβάλ είναι ένας σταθμός.

[Από εδώ]